Ένα τραγούδι μια ιστορία – La Cumbarsita

LA CUMPARSITA (Η μικρή μπάντα)

Χρονολογία: 1917
Μουσική: G.H. Matos Rodríguez
Στίχοι: Enrique P. Maroni – Pascual Contursi

www.ocho.grCASTELLANO

Si supieras que aun dentro de mi alma,
conservo aquel cariño
que tuve para ti…
Quien sabe si supieras
que nunca te he olvidado,
volviendo a tu pasado
te acordaras de mi…
Mis amigos ya no vienen
ni siquiera a visitarme,
nadie viene consolarme
en mi afliccion…
Desde el dia que te fuiste
siento angustias en mi pecho,
deci, percanta, que has hecho
de mi pobre corazon?
Sin embargo, yo siempre te recuerdo
con el cariño santo
que tuve para ti.
Y estas en todas partes,
pedazo de mi vida,
y aquellos ojos que fueron mi alegria
los busco por todas partes
y no los puedo hallar.
Al cotorro abandonado
ya ni el sol de la mañana
asoma por la ventana
como cuando estabas vos,
y aquel perrito compañero
que por tu ausencia no comia,
al verme solo, el otro dia,
tambien me dejo.

Ελληνικά

Αν ήξερες, βαθιά μέσα στην ψυχή μου
κρατάω την αγάπη
που είχα για σένα…
Ποιος ξέρει ότι αν ήξερες
ότι δεν σε ξέχασα ποτέ,
πηγαίνοντας πίσω στο παρελθόν μου
θα με θυμάσαι…
Οι φίλοι μου πλέον
ποτέ δε με επισκέπτονται,
κανείς δεν θέλει να συμπαρασταθεί
στη θλίψη μου.
Από τη μέρα που έφυγες,
αισθάνομαι αγωνία στο στήθος μου,
γυναίκα, τι έκανες
στη φτωχή μου καρδιά;
Ωστόσο πάντα σε θυμάμαι
με την ιερή αγάπη
που είχα για σένα.
Και είσαι παντού,
κομμάτι της ζωής μου,
και αυτά τα μάτια ήταν η χαρά μου,
ψάχνω γι’ αυτά παντού
και δεν μπορώ να τα βρω.
Στο εγκαταλειμμένο δωμάτιο
ούτε ο πρωινός ήλιος
δεν κρυφοκοιτάζει από το παράθυρο
όπως όταν ήσουν εδώ,
και το φιλικό κουτάβι,
που λόγω της απουσίας σου σταμάτησε να τρώει,
όταν με είδε μόνο μου τις προάλλες,
με άφησε κι αυτό.


Ιστορία

Το τραγούδι γράφτηκε το 1916 από τον Ουρουγουανό μουσικό Χεράρδο Μάτος Ροδρίγες σε στίχους των Πασκουάλ Κοντούρσι και Ενρίκε Πέδρο Μαρόνι. Είναι το ποιο γνωστό και αναγνωρίσιμο τάνγκο όλων των εποχών. Είναι πολύ δημοφιλές και συνήθως παίζεται ως το τελευταίο τάνγκο στις μιλόνγκες.
Ο Ρομπέρτο Φίρπο, σκηνοθέτης και πιανίστας, το έπαιξε για πρώτη φορά στην τελική του μορφή αφού είχε προσθέσει μέρη από τα δικά του τάνγκο “La Gaucha Manuela” και “Curda Completa” στην αρχική σύνθεση του Μάτο, που αρχικά ήταν εμβατήριο για καρναβαλική παρέλαση. Στην πρώτη του μορφή δεν είχε στίχους.
Το τραγούδι αρχικά ήταν ένα αργεντίνικο καρναβαλικό εμβατήριο, που γράφτηκε το 1916 από έναν φοιτητή αρχιτεκτονικής στο Μοντεβιδέο, τον δεκαοκτάχρονο τότε Χεράρδο Ερνάν «Μπέτσο» Μάτος Ροδρίγες, γιο του Εμίλιο Μάτος, ιδιοκτήτη του νυχτερινού κέντρου διασκέδασης Moulin Rouge στο Μοντεβιδέο.
Στις 8 Φεβρουαρίου 1916 ο Μάτος Ροδρίγες έβαλε τον φίλο του Μανουέλ Μπάρκα να δείξει το τραγούδι στον αρχηγό της ορχήστρας, Ρομπέρτο Φίρπο, στο καφέ με την ονομασία La Giralda. Ο Φίρπο, αφού κοίταξε για λίγο τη μουσική, αποφάσισε ότι μπορούσε να το μετατρέψει σε τάνγκο. Στην αρχική του μορφή το κομμάτι είχε δύο μέρη. Ο Φίρπο πρόσθεσε και ένα τρίτο μέρος από τα δικά του, όχι και τόσο γνωστά, τάνγκο «La gaucha Manuela» και «Curda completa». Χρησιμοποίησε επίσης ένα μικρό μέρος από το τραγούδι “Miserere” του Τζουζέπε Βέρντι από την όπερα Τροβατόρε. Ο ίδιος αργότερα περιγράφει αυτή την ιστορική στιγμή ως εξής:
Το 1916 εμφανιζόμουν στο καφέ La Giralda στο Μοντεβιδέο, όταν μια μέρα ένας άνθρωπος συνοδευόμενος από δεκαπέντε παιδιά –όλοι φοιτητές– μου είπε ότι είχε φέρει ένα καρναβαλικό εμβατήριο και ήθελαν να το δω γιατί πίστευαν ότι μπορεί να γίνει τάνγκο. Ήθελαν να το διασκευάσω και να αλλάξω το σκοπό εκείνη τη νύχτα, γιατί το χρειαζόταν ένα αγόρι ονόματι Μάτος Ροδρίγες. Στα μέτρα των δύο τετάρτων εμφανιζόταν μια μικρή «χρήσιμη μελωδία» στο πρώτο μισό, και στο δεύτερο μισό δεν υπήρχε τίποτα. Κάθισα στο πιάνο και θυμήθηκα τα δυό τάνγκο που είχα συνθέσει το 1906 και δεν είχαν σημειώσει καθόλου επιτυχία, τα «La gaucha Manuela» και «Curda completa», και έβαλα μέσα λίγο από το καθένα. Το βράδυ έπαιξα το τραγούδι με τους «Μπατσίτσα» Ντεαμπρόχιο και «Τίτο» Ροκαταλιάτα. Αποθεώθηκε. Ο Μάτος Ροδρίγες περιφερόταν σαν πρωταθλητής… Αλλά αυτό το τάνγκο ξεχάστηκε. Η επιτυχία του ξεκίνησε αργότερα, όταν μπήκαν οι στίχοι των Ενρίκε Μαρόνι και Πασκουάλ Κοντούρσι.
Ο Φίρπο ηχογράφησε το τραγούδι το Νοέμβριο του 1916 για την Odeon. Το νούμερο της έκδοσης της Odeon ήταν 483. Η ηχογράφηση έγινε στο στούντιο του Μαξ Γκλίκσμαν στο Μπουένος Άιρες με δύο βιολιστές, ένα μπαντονεόν (του Χουάν Μπαουτίστα «Μπατσίτσα» Ντεαμπρόχιο), έναν φλαουτίστα και στο πιάνο τον ίδιο τον Φίρπο, ως αρχηγό του σχήματος. Το κομμάτι γράφτηκε στη Β πλευρά του δίσκου 78 στροφών κάνοντας μέτρια επιτυχία και ξεθώριασε ύστερα από μερικά χρόνια.
Οι στίχοι για το τραγούδι γράφτηκαν από τον Αργεντινό Πασκουάλ Κοντούρσι το 1924 και ήταν ο λόγος που σύντομα έγινε επιτυχία. Πρόκειται για το πιο διαδεδομένο τάνγκο παγκοσμίως, μαζί με το «El Choclo», που ακολουθεί. Ο Κοντούρσι ηχογράφησε το τραγούδι με τον τίτλο «Si Supieras» (αν ήξερες). Ο Μάτος Ροδρίγες, που ζούσε στο Παρίσι εκείνη την εποχή, ανακάλυψε ότι το τραγούδι είχε μεγάλη επιτυχία όταν μίλησε με τον Ουρουγουανό βιολιστή και αρχηγό του σχήματος της ορχήστρας τάνγκο Φρανσίσκο Κανάρο, που το έπαιζε σε αρραβώνες στο Παρίσι αλλά με τον τίτλο «Si Supieras». Ο Κανάρο είπε στον Μάτος Ροδρίγες ότι το τραγούδι παιζόταν μετά μανίας απ’ όλες τις ορχήστρες. Τις επόμενες δύο δεκαετίες ο Μάτος Ροδρίγες έδωσε πολλές δικαστικές μάχες για τα δικαιώματα και τελικά κατάφερε να μετονομαστεί και να κατοχυρωθεί το τραγούδι με τον αρχικό του τίτλο – «La cumparsita». Ωστόσο οι στίχοι του Κοντούρσι είχαν σχετιστεί άμεσα με το τραγούδι.
Το 1948 ο Κανάρο διατύπωσε μια δεσμευτική συμφωνία που έδωσε τέλος στους δικαστικούς αγώνες. Καθόριζε ότι το 20% των δικαιωμάτων ανήκε στον Κοντούρσι και στο συνεργάτη του Ενρίκε Π. Μαρόνι. Το υπόλοιπο 80% θα ανήκε στο Μάτος Ροδρίγες. Ο Κανάρο πέτυχε να αναγράφεται αυτός ως στιχουργός και να μην υπάρξουν άλλοι στίχοι.