Juan D’ Arienzo

Juan D’ Arienzo
www.ocho.gr

Η καταγωγή και η έφεση του στη μουσική

www.ocho.grO Juan D’ Arienzo γεννήθηκε στις 14 Δεκεμβρίου του 1900 στη γειτονιά Congreso του Μπουένος Άιρες. Οι γονείς του, Don Alberto D’ Arienzo και Amalia Améndola, ήταν ιταλικής καταγωγής. Ο Juan ήταν ο μεγαλύτερος από τρία αδέρφια.Κατά μια παράξενη σύμπτωση, όλα τα παιδιά της οικογένειας έχουν έφεση στη μουσική: ο Juan παίζει βιολί από τα 12 του, ο αδερφός Ernani του είναι ντράμερ και πιανίστας, ενώ η αδερφή του Josephine είναι πιανίστρια και σοπράνο. Η μητέρα τους, αντίθετα με τον Don, εκτιμάει και υποστηρίζει την αγάπη τους για τη μουσική και έτσι τους στέλνει στο ωδείο Mascagni, στο οποίο ο Juan φοιτά από την ηλικία των 8.

Τα πρώτα του μουσικά βήματα

Όντας ακόμα έφηβος, ο Juan τυχαίνει να πιάσει κουβέντα με έναν καταπληκτικό πιανίστα, o οποίος διανύει επίσης την εφηβεία εκείνη την εποχή. Εκείνη τη στιγμή σφυρηλατείται μια φιλία ζωής’ ο πιανίστας δεν είναι άλλος από τον Angel Domingo D’ Agostino, με τον οποίο αρχίζουν να εξασκούνται μαζί. Ένα γραφείο εύρεσης εργασίας τους δίνει την ευκαιρία να παίζουν τα απογεύματα της Κυριακής στο Zoo’ αυτό είναι το ντεμπούτο τους στην επαγγελματική δημιουργία μουσικής, με τον Juan στο βιολί, τον Angel στο πιάνο, και με έναν τρίτο φίλο, τον Carlos Bianchi στη φλογέρα.
Κατά την περίοδο 1920 με 1926 πειραματίζεται με διάφορα είδη μουσικής, περιστασιακά παίζει jazz στη Select Lavalle και στην πολύ διάσημη ορχήστρα του Nicolas Verona. Επίσης, κάνει την εμφάνιση του σε διάφορες ταινίες και είναι επικεφαλής στα εγκαίνια της “Hindy Cinema” το 1927. Μάλιστα, την ίδια περίοδο αποκτάει και το πρώτο του παρατσούκλι: “το μικρό τριζόνι”, καθώς ενώ έπαιζε βιολί έβγαζε έναν οξύ και διαπεραστικό ήχο (ευτυχώς για αυτόν, το παρατσούκλι αυτό ξεχνιέται, ενώ αργότερα, κατά τη διάρκεια του 1937, ο διευθυντής του καμπαρέ “the Chantecler” τον αποκαλεί “El rey del compass” κι από τότε παίρνει τη θέση του το παρατσούκλι που όλοι μας γνωρίζουμε: “ο βασιλιάς του ρυθμού”).
Δημιουργεί την πρώτη του ορχήστρα το 1928 που περιλαμβάνει τον ίδιο και τους Alfredo Mazzeo, Luis Cuervo στα βιολιά, τους Ciriaco Ortiz, Nicolás Premian και Florentino Octaviano στα μπαντονεόν, τον Vicente Gorrese στο πιάνο, τον Juan Carlos Puglisi στο μπάσο, και τον Carlos Dante στα φωνητικά.

Το πρώτο του βήμα στην αθανασία

www.ocho.grΒρισκόμαστε στο 1935 κι ο βασικός πιανίστας της ορχήστρας είναι ο Lidio Fasoli. Η ιστορία έχει ως έξης: Η ορχήστρα του D’ Arienzo συνήθιζε να παίζει στο cabaret “Chantecler”, στο οποίο ο Rodolfo Βiagi ήταν συχνός πελάτης. Μια μέρα λοιπόν, ο Lidio Fasoli για μια ακόμη φορά άργησε να έρθει κι η θέση του πιανίστα προσφέρθηκε στον Βiagi, ο οποίος τη δέχτηκε χωρίς δεύτερη σκέψη. Αυτό ήταν και το ξεκίνημα μιας συνεργασίας που θα εισήγαγε την ορχήστρα του D’ Arienzo στη χρυσή εποχή και θα την ανύψωνε στη θέση που βρίσκεται σήμερα, ως μια από τις πιο πετυχημένες και θρυλικές ορχήστρες τάνγκο. Αυτή η αλλαγή στη μουσική κατεύθυνση της ορχήστρας δεν ήταν εύκολη υπόθεση, καθώς ο D’ Arienzo είχε απόλυτες απόψεις για το πως αυτή θα έπρεπε να παίζει. Παρόλα αυτά, ο ίδιος δεν ήξερε τι του επιφύλασσε η μοίρα.
Μια τυπική μέρα στο Cabaret “Chantecler”, ο D’ Arienzo τυχαίνει να αργήσει κι η ορχήστρα ξεκινάει να κάνει ζέσταμα χωρίς αυτόν. Ωστόσο, αυτή τη φορά στο πιάνο βρίσκεται ο απρόβλεπτος κι αχαλίνωτος Rodolfo Biagi, ο οποίος αποφασίζει να παίξει το “9 De Julio” με τον δικό του μοναδικό τρόπο, πιο ρυθμικά κι επιθετικά από ποτέ! Το κοινό τρελαίνεται με αυτή του την πρωτοβουλία και τον αποθεώνει, κι όταν ο αργοπορημένος ο D’ Arienzo φτάνει κι αντικρίζει την τεράστια απήχηση του στο κοινό (κάτι που ο ίδιος δεν είχε καταφέρει πότε ως τότε), δεν έχει άλλη επιλογή από το να τον ακολουθήσει.
Τελευταίες μέρες του 1935 και πλέον ο Biagi βρίσκεται στο πλευρό του Juan D’ Arienzo, ηχογραφώντας διάφορα κομμάτια, μεταξύ των οποίων είναι και το “9 De Julio”. Θα συνεχίσουν να γράφουν μαζί μουσική ιστορία μέχρι τα μέσα του 1938.

Δύο μεγάλα μυαλά χωρίζουν

Με τον Biagi στο πιάνο, ο D’ Arienzo ήξερε πως δύσκολα θα είχε τον απόλυτο έλεγχο της ορχήστρας του, μια δύσκολη κατάσταση για κάθε ηγέτη.
Η κατάσταση αυτή οξύνθηκε όταν ένα βράδυ η ορχήστρα έπαιζε το βαλς “Lagrimas y Sonrisas”. O Biagi είχε πάρει φωτιά, ενώ το κοινό είχε ξεσηκωθεί και τον καταχειροκροτούσε αρνούμενο να σταματήσει, μέχρι που ο ίδιος έκανε μια μικρή υπόκλιση από τη θέση του. Αυτή ήταν η αρχή του τέλους. O D’arienzo έξαλλος σκύβει από πάνω του και του ψιθυρίζει “Είμαι ο μόνος σταρ αυτής της ορχήστρας. Απολύεσαι!!!”.
Μετά το 1938, όταν ο Biagi έφυγε από την ορχήστρα, o D’ Arienzo τον αντικατέστησε με έναν επίσης πολύ καλό πιανίστα, τον Juan Polito, σύντομα όμως συνειδητοποίησε ότι το στυλ του Biagi ήταν πιο δύσκολο κι απαιτητικό από ότι πίστευε. Παρόλα αυτά, αυτά που ο Polito έχανε σε καινοτομία, τα αναπλήρωνε σε δύναμη, καθώς χτυπούσε τις νότες δυνατά και με ακρίβεια, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το “No Mientas”, ένα τραγούδι με τα πιο ισχυρά Beats που ηχογραφήθηκαν πότε στο τάνγκο. Οι Juan D’ Arienzo και Juan Polito συνεχίζουν να δουλεύουν μαζί μέχρι και τις αρχές του 1940, όπου τον εγκαταλείπει σχεδόν όλη του η ορχήστρα και μαζί με αυτήν και ο τότε τραγουδιστής του, Alberto Echague.

Η εμφάνιση του Hector Maure

www.ocho.grΜέτα το χτύπημα που δέχθηκε o Juan D’ Arienzo, συγκεντρώνει τις δυνάμεις του και ξεκινά μια ολοκαίνουρια ορχήστρα, “στρατολογώντας” τους Hector Varela στο μπαντονεόν, τον Cayetano Puglisi στο βιολί, τον πρωτοεμφανιζόμενο τότε Fulvio Salamanca που είναι μόλις 18 στο πιάνο, καθώς και δυο καινούργιους τραγουδιστές, τους Alberto Reynal και Carlos Casares (η συνεργασία του με τον Carlos Casares τελείωσε αρκετά σύντομα -τέλη 1940- και σύντομα αντικαταστήθηκε από έναν νέο, ταλαντούχο κι ανερχόμενο σταρ, τον Hector Maure).
Υπήρχε όμως ένα πρόβλημα σε αυτή τη συνεργασία. O Hector Maure ήταν λυρικός τραγουδιστής κι ερχόταν σε σύγκρουση με το δυνατό σημείο της ορχήστρας που ήταν ο ρυθμός κι όχι η μελωδία. Η λύση βρέθηκε κάπου στη μέση κι έτσι, από το 1940 μέχρι το τέλος της συνεργασίας τους το 1944, ηχογραφήθηκαν περίπου 50 τραγούδια, μεταξύ των οποίων και τα αγαπημένα “Uno” και “Ammaras”. Aκούγοντας τα μπορεί κανείς να διαπιστώσει τη μεγάλη επιρροή που άσκησε ο Maure στην ορχήστρα.

 

Η περίοδος της ύφεσης

Βρισκόμαστε στα μέσα του 1944, όπου επιστρέφει στην ορχήστρα ο πρώτος πετυχημένος κι αναμφίβολα ο πιο ταιριαστός τραγουδιστής της, που δεν είναι άλλος από τον Alberto Echague. Δυστυχώς όμως, οι δυο αυτοί τραγουδιστές δεν μπορούν να συνυπάρξουν φωνητικά και μέχρι το τέλος της χρονιάς ο Maure έχει φύγει. O αντικαταστάτης του είναι ο Armando Laborde.
Ακολουθεί μια περίοδος ύφεσης για την ορχήστρα από το τέλος του 1944 μέχρι το 1950 με ιδιαίτερες και συναισθηματικά φορτισμένες ηχογραφήσεις, οι οποίες όμως δεν είναι τόσο στραμμένες στο χορευτή.

Η ορχήστρα ξαναπαίρνει φωτιά

Μετά το 1950 η ορχήστρα ξαναπαίρνει φωτιά ακολουθώντας το στιλ που ηχογραφούσε στο απόγειο της, πλέον όμως με πιο εξελιγμένα τεχνικά μέσα αλλά και με περισσότερη εμπειρία από την πλευρά του Juan D’ Arienzo, ο οποίος θα διαχειριστεί έξυπνα όλες τις καταστάσεις και θα είναι πιο ευρηματικός από ποτέ.
Top ορχηστρικά τραγούδια εκείνης της περιόδου είναι τα “El Puntazo”, “Loca”, “Yapeyu”, ”El Simpatico” κι η αθάνατη προτελευταία ηχογράφηση του “La Cumparsita” το 1951.
Από το 1957 και μέχρι το τέλος, η ορχήστρα παίρνει την τελική της μορφή, ενώ ο Alberto Echague και ο Armando Laborde φεύγουν οριστικά και τη θέση τους παίρνουν οι Mario Bustos και Jorge Valdez με πιο λυρικές φωνές, οι οποίες είναι πιο κοντά στο στιλ του Hector Maure, με χαρακτηριστικό παράδειγμα το “El Ultimo Cafe” του 1964 με τον Jorge Valdez στα φωνητικά.

Λίγο πριν το τέλος

Λίγο πριν το τέλος του, ο D’ Arienzo συνεχίζει τις ηχογραφήσεις μέχρι και το 1975, δείχνοντάς το πάθος για μουσική που τον κυριαρχεί καθώς και την πυγμή ενός ηγέτη που δεν παραδίδεται μέχρι να εκπληρώσει το σκοπό του. Κι αυτό ακριβώς έκανε. Συνέχισε να μας εκπλήσσει, με κορυφαίο παράδειγμα της ευρηματικότητας και του ταλέντου του, την τελευταία από τις 7 ηχογραφήσεις του “La Cumparsita”, το αριστούργημα του 1971, κατά τη διάρκεια της οποίας είχε την εξής ιδιοφυή ιδέα. Το θέμα του βιολιού αντικαθιστάται με ένα καινούργιο, στο οποίο τα βιολιά παίζουν τόσο ψηλά που οι νότες πετούν προς τα πάνω κι εξαφανίζονται μες στη σιωπή, αφήνοντας μας μετέωρους, μέχρι να έρθει η σωτηρία μας από το πιάνο.

«Η ορχήστρα μου ήταν πάντα δύσκολη με έναν πολύ κεφάτο, πολύ νευρικό και ζωντανό ρυθμό. Κι ήταν έτσι γιατί το τάνγκο, για εμένα, έχει τρία πράγματα: ρυθμό, επιρροή και λεπτές αποχρώσεις. Μια ορχήστρα όφειλε να έχει, πάνω απ’ όλα, ζωή. Για αυτό κι η δική μου επιβίωσε για περισσότερο από πενήντα χρόνια. Κι όταν ο Πρίγκιπας μου έδωσε αυτό τον τίτλο θεώρησα ότι ήταν εντάξει, πως είχε δίκιο να το κάνει».
Πέθανε ένα μήνα μετά από αυτά τα λόγια κι είναι θαμμένος στο κοιμητήριο της Chacarita.

Λίγες από τις σκέψεις του D’ Arienzo

Για τη μουσική τάνγκο

«Κατά την άποψη μου, το τάνγκο είναι πάνω απ’όλα ρυθμός, νεύρο, δύναμη και χαρακτήρας. Το τάνγκο στην πρώιμη εποχή του (guardia vieja), τα είχε όλα αυτά και πρέπει να προσπαθήσουμε να μην τα ξεχάσουμε ποτέ. Επειδή ακριβώς τα ξεχάσαμε, το αργεντίνικο τάνγκο πέρασε κρίση μερικά χρόνια πριν. Βάζοντας στην άκρη την ταπεινότητα, έκανα ότι περνούσε από το χέρι μου για να επανεμφανιστεί.
Για εμένα, ένα μεγάλο μέρος της ευθύνης για την πτώση του τάνγκο πρέπει να αποδοθεί στους τραγουδιστές. Υπήρχε μια εποχή κατά την οποία μια ορχήστρα τάνγκο δεν ήταν τίποτα παραπάνω από ένα πρόσχημα προκειμένου να αναδειχθεί ο τραγουδιστής. Οι μουσικοί, συμπεριλαμβανομένου και του μαέστρου, δεν ήταν τίποτα παραπάνω από την ακολουθία ενός διάσημου τραγουδιστή. Για εμένα, αυτό δεν μπορεί να υφίσταται. Το τάνγκο είναι επίσης μουσική, όπως έχει ήδη ειπωθεί. Θα προσέθετα ότι είναι κυρίως μουσική. Συνεπώς, η ορχήστρα που παίζει αυτή τη μουσική δεν μπορεί να υποβιβάζεται στο φόντο ώστε να αναδεικνύεται μόνο ο τραγουδιστής. Αντιθέτως, το τελευταίο πρέπει να ισχύει για τις ορχήστρες και όχι για τους τραγουδιστές.
Η ανθρώπινη φωνή δεν είναι και δε θα έπρεπε ποτέ να είναι τίποτα παραπάνω από ένα όργανο μέσα στην ορχήστρα. Το να θυσιάζεις τα πάντα για χάρη του τραγουδιστή, για τον σταρ, είναι λάθος. Αντέδρασα σε αυτό το λάθος το οποίο οδήγησε το τάνγκο σε κρίση μεταφέροντας την ορχήστρα στο προσκήνιο και τον τραγουδιστή στη θέση του. Επιπλέον, προσπάθησα να διασώσω την κυριότερη δύναμη του τάνγκο η οποία χανόταν εξαιτίας διαδοχικών καταστάσεων. Κατ’αυτόν τον τρόπο, στις ερμηνείες μου σφράγισα το ρυθμό, το νεύρο, τη δύναμη και το χαρακτήρα, στοιχεία τα οποία ξεχώριζαν στο μουσικό κόσμο και το οποία είχαν αρχίσει να εκλείπουν για όλους τους παραπάνω λόγους. Ευτυχώς, αυτή η κρίση ήταν παροδική και σήμερα το τάνγκο έχει επανιδρυθεί, το τάνγκο όπως το γνωρίζαμε, με τη ζωντάνια των καλύτερων στιγμών του. Τέλος, για αυτό που είμαι περισσότερο υπερήφανος είναι για το ότι έχω συνεισφέρει σε αυτή την αναγέννηση της διάσημης σε όλο τον κόσμο μουσικής μας».

Για τον τρόπο που διηύθηνε την ορχήστρα του

«Όταν διευθύνω είμαι φυσικός, σε λογικά πάντα πλαίσια. Και μεταμορφώνομαι. Καθώς διευθύνω, αντιλαμβάνομαι το πως αισθάνομαι και ταυτόχρονα περνάω τα συναισθήματα μου στους μουσικούς, και αυτοί με τη σειρά τους στο κοινό… Αρχικά, χρησιμοποιούσα το μπατόν για να διευθύνω, τώρα όμως χρησιμοποιώ μόνο τα χέρια μου’ είναι πολύ πιο εκφραστικά».

Μια άλλη οπτική για τον τρόπο που διηύθυνε την ορχήστρα του

Έχετε παρακολουθήσει ποτέ ασπρόμαυρες λήψεις του D’ Arienzo μπροστά από την ορχήστρα του; Καμπουριάζει, πηδάει, γελάει δαιμονικά, κάνει γκριμάτσες και γενικότερα τρελαίνεται. Ανυψώνεται πάνω από την μπροστινή σειρά των παικτών μπαντονεόν σαν ένα τρελαμένο ξωτικό, και μπορείς να καταλάβεις ότι τους “ντροπιάζει”. Τα μέλη της ορχήστρας χαμογελούν με υπονοούμενο και κοιτάζονται μεταξύ τους σα να λένε “Άντε πάλι. Γιατί δεν μπορεί να ηρεμήσει λίγο;”.
(Από τον συγγραφέα του www.tangoandchaos.org)

Πόσο δημοφιλής ορχήστρα ήταν;

Η ορχήστρα του D’ Arienzo ήταν δίχως σύγκριση η πιο διάσημη ορχήστρα της χρυσής εποχής, με τις περισσότερες πωλήσεις και τους πιο καλοπληρωμένους μουσικούς. Σε μια περιοχή όπως το Buenos Aires με 5 εκατομμύρια κατοίκους, πούλησε περισσότερους από 14 εκατομμύρια δίσκους, ενώ η μιλόνγκα “La Punalada” που ξαναηχογραφήθηκε το 1950 ήταν το πρώτο τραγούδι τάνγκο που έκανε πάνω από 1 εκατομμύριο πωλήσεις.

Πηγή: VVradio.org