Como Dos Extraños – Σαν Δυο Ξένοι (Tango 1940)

Como Dos Extraños – Σαν Δυο Ξένοι (Tango 1940)

Μουσική: Pedro Láurenz
Στίχοι: José María Contursi

Σαν Δυο Ξένοι

Με τρόμαξε η μοναξιά
και ο τεράστιος φόβος να πεθάνω μακριά σου…
Πόσο ήθελα να κλάψω
νιώθοντας στο πετσί μου
την κοροϊδία της πραγματικότητας!
Η καρδιά μου με ικέτεψε
να σε αναζητήσω και να της δώσω την αγάπη σου….
Με πρόσταζε η καρδιά
και τότε έψαξα να σε βρω
πιστεύοντας ότι είσαι η σωτηρία μου…

Τώρα που βρίσκομαι απέναντί σου
μοιάζουμε, βλέπεις, σαν δυο ξένοι…
Μάθημα που επιτέλους έμαθα:
Πώς τα χρόνια αλλάζουν τα πράγματα!
Η απελπισία που νιώθεις όταν έχουν πεθάνει
ο ενθουσιασμός και η πίστη…
Συγχώρα με αν με βλέπεις να δακρύζω…
Οι αναμνήσεις με πλήγωσαν!

Το λαμπρό φως του ήλιου χλόμιασε
ακούγοντάς σε να συζητάς ψυχρά…
Η αγάπη μας ήταν τόσο διαφορετική
και με πονά που συνειδητοποιώ
ότι όλα μα όλα τέλειωσαν.
Πόσο μεγάλο λάθος έκανα να σε ξαναδώ
για να επιστρέψω με κατεστραμμένη την καρδιά!
Με την επιστροφή μου, χίλια φαντάσματα
με περιγελούν
για τις ώρες αυτού του χθες που πέθανε…


Ερμηνείες:

Pedro Láurenz, Juan Carlos Casas (28-06-1940)
Francisco Canaro, Ernesto Famá (30-09-1940)
Armando Pontier, Oscar Ferrari (XX-07-1960)
José Basso, Floreal Ruíz (28-11-1961)
Pedro Láurenz (1966)
Άγνωστη Ορχήστρα, Roberto Goyeneche (1993)
Sexteto Mayor, Adriana Varela (23-10-1995)
Néstor Marconi, Pedro Aznar (1998)
Άγνωστη Ορχήστρα, Adriana Varela (1998)
Juan Carlos Cáceres, Juan Carlos Cáceres (2004)
Άγνωστη Ορχήστρα, Susana Rinaldi (XXXX)
Άγνωστη Ορχήστρα, María Graña (XXXX)


Αρχικό Κείμενο

Como Dos Extraños (Tango 1940)

Música: Pedro Láurenz
Letra: José María Contursi

Me acobardó la soledad
y el miedo enorme de morir lejos de ti…
¡Qué ganas tuve de llorar
sintiendo junto a mí
la burla de la realidad!
Y el corazón me suplicó
que te buscara y que le diera tu querer…
Me lo pedía el corazón
y entonces te busqué
creyéndote mi salvación…

Y ahora que estoy frente a ti
parecemos, ya ves, dos extraños…
Lección que por fin aprendí:
¡cómo cambian las cosas los años!
Angustia de saber muertas ya
la ilusión y la fe…
Perdón si me ves lagrimear…
¡Los recuerdos me han hecho mal!

Palideció la luz del sol
al escucharte fríamente conversar…
Fue tan distinto nuestro amor
y duele comprobar
que todo, todo terminó.
¡Qué gran error volverte a ver
para llevarme destrozado el corazón!
Son mil fantasmas, al volver
burlándose de mí,
las horas de ese muerto ayer…


Η ιστορία που οδήγησε στο τραγούδι:

Πριν πολλά χρόνια υπήρχε ένα καμπαρέ στο Μπουένος Άιρες όπου μαζεύονταν αυτοί που τους άρεσε το tango. Μια μέρα το καμπαρέ έβαλε μια αγγελία διότι αναζητούσε μια σερβιτόρα. Εμφανίστηκε μια σερβιτόρα από την Κόρδοβα (Αργεντινής). Τα κάλλη της ήταν τέτοια που προσήλκυσαν πολύ κόσμο και το καμπαρέ απέκτησε μεγάλη πελατεία και φήμη. Στο ίδιο καμπαρέ εργαζόταν ένας σερβιτόρος, επίσης από την Κόρδοβα. Μια βραδιά, φύσηξε ένας άνεμος κι η σερβιτόρα ερωτεύτηκε τον σερβιτόρο παράφορα. Τότε σχεδίασαν να αφήσουν αυτή τη ζωή κατά μέρος και να γυρίσουν στην Κόρδοβα όπου θα άνοιγαν ένα παντοπωλείο.
Λίγο καιρό αργότερο φτάνει στο καμπαρέ ένας άντρας που φαινόταν πολύ εκνευρισμένος. Τσακωνόταν με την σερβιτόρα πολύ έντονα, την έπιασε από τα μαλλιά και την έσυρε προς την έξοδο. Ο σερβιτόρος πλησίασε για να την υπερασπιστεί και τότε ο ξένος έβγαλε από την τσέπη του το πιστοποιητικό γάμου. Ήταν ο σύζυγος της σερβιτόρας τον οποίο είχε εκείνη εγκαταλείψει. Ο σερβιτόρος δεν μπορούσε πλέον να επιμείνει περισσότερο κι αναγκάστηκε να την αφήσει να φύγει.
Ο πόνος του σερβιτόρου ήταν πολύ μεγάλος. Διηγείται την ιστορία του σε ένα από τους μεγαλύτερους στιχουργούς του tango – τον (José María) Contursi. Πέρασαν οι μέρες, οι νύχτες, οι βδομάδες, οι μήνες δυο χρόνια πέρασαν από εκείνη τη νύχτα. Ο πόνος κι οι πληγές του σερβιτόρου δεν επουλώνονταν. Έτσι ο Contursi λέει με αποφασιστικότητα στον σερβιτόρο:
– Πήγαινε να τη βρεις. Μη περιμένεις περισσότερο, ψάξε και βρες τη.
Χωρίς περισσότερη καθυστέρηση, ο σερβιτόρος παίρνει άδεια από το καμπαρέ, παίρνει το τραίνο και πηγαίνει στην Κόρδοβα. Ρωτώντας τελικά καταφέρνει να φτάσει σε ένα παντοπωλείο. Μπαίνει και πίσω από τον πάγκο βλέπει μια κακοντυμένη γυναίκα, απεριποίητη, με το βλέμμα χαμένο, μισότρελη. Όταν άκουσε τη φωνή της κατάλαβε ότι εκείνη ήταν η γυναίκα που αγαπούσε· η γυναίκα που ξεκίνησε να βρει. Βλέποντάς την έτσι όμως, δεν βρήκε καν το κουράγιο να τη χαιρετήσει. Έκρυψε το πρόσωπό του με τα χέρια κι έκλαψε.
Επέστρεψε με το τραίνο κι όταν ξαναείδε τον Contursi του διηγήθηκε όσα είχε περάσει και δει. Τότε ο ποιητής ξεκίνησε να γράφει το “Como Dos Extraños – Σαν Δυο Ξένοι”.


Επιμέλεια – Μετάφραση
Bernard Oliver
https://www.facebook.com/Tangoingreek