Dios te Salve m’ Hijo – Ο Θεός να σ’ έχει καλά, γιέ μου (Tango 1933)

Dios te Salve m’ Hijo – Ο Θεός να σ’ έχει καλά, γιέ μου (Tango 1933)

Μουσική Pedro Noda, Agustín Magaldi
Στίχους Luis Acosta García

Ο Θεός να σ’ έχει καλά, γιέ μου

Το χωριουδάκι ήταν γεμάτο από ανθρώπους άγνωστους,
οι κομματάρχες έδειχναν τον χειρότερο εαυτό τους,
προσπαθώντας να πείσουν τους χωριανούς, ώστε να κερδίσουν τις εκλογές
με το χρήμα, με τον τάφο· την ψήφο ή το μαχαίρι.
Τη στιγμή που περνούσαν παρελαύνοντας οι αντίθετοι,
ένας χωριανός φώναξε Ζήτω! και μνημόνευσε τον δικό του αρχηγό·
οι άλλοι αντέδρασαν μπήγοντας τις γροθιές τους
στο θαρραλέο κορμί του χωριανού που φώναξε.

Ένας γεράκος σιγά-σιγά έβγαλε το μαύρο του καπέλο·
τέντωσε τα χλιαρά πόδια του χωριανού που έπεσε,
τον φίλησε με όλη του τη ψυχή και του έβαλε ένα εσταυρωμένο ανάμεσα στα δάχτυλα
χύνοντας δάκρια μουρμούρισε ανάμεσα στα δόντια του:
«Καημένε μου γιόκα, ποιος θα το ’λεγε ότι εξαιτίας της ευγένειας και της γενναιότητάς σου
θα πλήρωνες με τη ζωή σου το θάρρος της γνώμης σου,
γιατί δεν μ’ άκουσες γιε μου, σου το ‘πα τόσες φορές…
μην κρίνεις τα λόγια του Δόκτορα (1) ούτε του αφεντικού.

Κάνει κρύο. Έτσι δεν είναι παιδί μου; (ήδη αρχίζεις να παγώνεις)
σκεπάσου με αυτό το πόντσο (2) και φόρα το για πάντα·
είναι το ίδιο πόντσο pampa (3), που στην κούνια σου όταν ήσουν μωρό
πολλές φορές, γιέ μου…πολλές φορές σε σκέπασε. (4)
Εγώ, θα σε πάω στο ιερό πεδίο (5), και στο πλάι της γιαγιάκας σου,
με το στιλέτο σου και με τα νύχια μου θα σου σκάψω ένα μνήμα
και, στην καημένη τη μανούλα, στην καημένη τη μανούλα (4),
θα της πω ότι έχεις φύγει … και ότι σύντομα θα επιστρέψεις.

Στις δώδεκα τη νύχτα, ο γέρος φτάνει στο κτήμα του
και κρύβοντας τη λύπη του χάιδεψε τη γριά του:
της είπε τρυφερά: Ο γιος σου έφυγε μακριά,
κανόνισε να φύγει με μια συμμορία· του έδωσα το πόντσο μου και με φίλησε.
Και τώρα γριά για καλό και για κακό, μια και το ταξίδι είναι κάπως μακρινό
άναψε μερικά κεριά, για κάθε ενδεχόμενο όχι τίποτ’ άλλο,
γονάτισε και προσευχήσου… ώστε να μην τον εγκαταλείψει ο Θεός…
και ικέτεψε για τις ψυχές …που χρειάζονται φως και ειρήνη.


Υποσημειώσεις:

(1) Ο τίτλος Δόκτωρ χρησιμοποιείται εκτός από τον ακαδημαϊκό χώρο και για τους πολιτικούς, ιδιαίτερα τον αρχηγό του κυβερνώντος κόμματος.
(2, 3) Το πόντσο (poncho) είναι συνήθως ένα τετράγωνο πλεκτό από μαλλί με μια τρύπα στη μέση για να περνάει το κεφάλι. Χρησιμοποιείται τόσο για να προστατεύσει από το κρύο σαν πανωφόρι όσο και σαν κουβέρτα για το βράδυ ή για να τυλίξει ο πλανόδιος έμπορος την πραμάτεια και ο χωρικός τα προσωπικά του αντικείμενα για να τα μεταφέρει. Το πόντσο pampa είναι ένας προσδιορισμός για το πόντσο που χρησιμοποιείται στις pampas της Αργεντινής.
(4) Οι επαναλήψεις που εμφανίζονται στους στίχους του τραγουδιού εκφράζουν του λυγμούς του πατέρα.
(5) Campo santo (ιερό πεδίο) είναι ένας μεταφορικός προσδιορισμός του κοιμητηρίου. Προτίμησα να το κρατήσω στην απόδοση του τραγουδιού ως «ιερό πεδίο».


Ερμηνείες:
1. Agustín Magaldi με κιθάρες (1933)
2. Fernando Díaz με τη συνοδεία της Orquesta Típica του Francisco Lomuto (1933)
3. Armando Laborde με τη συνοδεία της Orquesta Típica του Juan D’Arienzo (1947)
4. Ablerto Margal με κιθάρες (1951)
5. Julio Sosa με τη συνοδεία της Orquesta Típica του Francisco Rotundo (1955)
6. Julio Sosa με τη συνοδεία της Orquesta Típica του Leopoldo Federico (1961)
7. Argentino Luna με κιθάρες (2005)


Αρχικό Κείμενο:

Dios te Salve m’ Hijo

Tango 1933

Música: Pedro Noda, Agustín Magaldi
Letra: Luis Acosta García

El pueblito estaba lleno, de personas forasteras,
los caudillos desplegaban lo más rudo de su acción,
arengando a los paisanos, de ganar las elecciones
por la plata, por la tumba, por el voto o el facón.
Y al instante que cruzaban desfilando los contrarios
un paisano gritó ¡viva! y al caudillo mencionó;
y los otros respondieron, sepultando sus puñales
en el cuerpo valeroso del paisano que gritó.

Un viejito lentamente, se quitó el sombrero negro;
estiró las piernas tibias del paisano que cayó,
lo besó con toda su alma, puso un cristo entre sus dedos
y goteando lagrimones, entre dientes murmuró:
“Pobre m’hijo quién diría que por noble y por valiente
pagaría con su vida el sostén de una opinión,
por no hacerme caso, m’hijo: se lo dije tantas veces…
no haga juicio a los discursos del Doctor ni del patrón.

Hace frío, ¿verdad, m’hijo? (ya se está poniendo duro)
tápese con este poncho y pa’ siempre yebelo;
es el mesmo poncho pampa, que en su cuna cuando chico
muchas veces, hijo mío… muchas veces lo tapó.
Yo, viá dir al campo santo, y a la par de su agüelita,
con su daga y con mis uñas una fosa voy a abrir,
y, a su pobre madrecita, a su pobre madrecita,
le dirá que usted se ha ido… que muy pronto va a venir.

A las doce de la noche, llegó el viejo a su ranchito
y con mucho disimulo a su vieja acarició:
y le dijo tiernamente: su cachorro se ha ido lejos,
se arregló con una tropa; ¡le di el poncho y me besó!
Y aura vieja por las dudas, como el viaje es algo largo
priéndale unas cuantas velas, por si acaso nada más,
arrodiyesé y le reza… pa’ que Dios no lo abandone…
y suplique por las almas… que precisan luz y paz.


Επιμέλεια – Μετάφραση
Bernard Oliver
https://www.facebook.com/Tangoingreek/