Jorobeta – Ο Καμπουράκος (Tango 1933)

Jorobeta – Ο Καμπουράκος (Tango 1933)

Μουσική Agustín Magaldi, Pedro Noda
Στίχους Claudio Frollo

Ο Καμπουράκος

Λουστράριζε παπούτσια, έρχονταν τα φιλοδωρήματα, ένα δίφραγκο –ποτέ δυο (1)
Αφήστε τον να βγάλει το ψωμί του
από συμπόνια, έλεγε δήθεν, το αφεντικό.
Το σίγουρο ήταν ότι ο μικρός, έφερνε τύχη στο μαγαζί,
ποιητής και καμπούρης, προκαλούσε την προσοχή.
Με το που τον κοίταζαν στο κατώφλι, με το κουρέλι στον ώμο,
«Εδώ ο τυχερός λαχνός!» τελάλιζε με όλη του δύναμη.

Η πελατεία αυξανόταν,
οι δεκάδες (2) πουλούσαν χωρίς σταματημό,
έδινε ικανοποίηση αυτή η επιχείρηση,
που όλη της η τύχη εξαρτιόταν από την καμπούρα του μικρού.
Αυξάνονταν τα φιλοδωρήματα και ο υπομονετικός καμπουράκος
προσφερόταν πειθήνια και χωρίς μορφασμούς
σε οποιονδήποτε προληπτικό ήθελε στην πλάτη του να τρίψει
το λαχνό που διάλεξε μέσα στην ανθρώπινη βλακεία.

Τα χρόνια πέρασαν χωρίς εκπλήξεις· ο ιδιοκτήτης γέρασε,
με την κυρά του και τη τσέπη του γεμάτη,
η πλώρη ενός πλοίου τους πήγε στη Νάπολη.
Έτσι τo ‘χει η μοίρα. Ο καημένος ο καμπούρης,
μπροστά στη γενική έκπληξη και την προφανή παραζάλη
και αφού αποταμίευε συνετά νόμισμα προς νόμισμα,
εμφανίστηκε μπροστά στην επιχείρηση του αφεντικού.

Η πελατεία ατελείωτη παρήλαυνε με τα όνειρά της χωρίς διακοπή,
το παιδάκι ήταν ήδη άντρας, ένας αξιοπρεπής κύριος,
όπως εκείνοι που έκαναν περιουσία.
Η τύχη ακολουθούσε σα σκιά τον καμπουράκο,
σαν σκλάβος ποτέ πια δεν τον παράτησε.
Και ο καμπούρης γελούσε, ξεκαρδιζότανε στα γέλια
όταν τα βράδια έβγαζε τη καμπούρα από βαμβάκι.


Υποσημειώσεις

(1) Το τραγούδι μιλάει για «πέσο», το νόμισμα της Αργεντικής (και πολλών άλλων λατινοαμερικάνικων χωρών) αλλά για να αποδοθεί καλύτερα το νόημα επέλεξα το δίφραγκο.
(2) Ένας πλήρης λαχνός αποτελείται από δέκα γραμμάτια.


Ερμηνείες:

1. Agustín Magaldi με άγνωστη ορχήστρα (3/10/1933)


Αρχικό κείμενο

Jorobeta

Música: Agustín Magaldi, Pedro Noda
Letra: Claudio Frollo

Lustraba los botines, estaban las propinas, un peso nunca dos.
Dejábanle ganarse la vida más o menos
de lástima, decía, hipócrita, el patrón.
Lo cierto que el muchacho, mascota de la casa,
poeta y jorobado, llamaba la atención.
Al verlo en los umbrales, el trapo sobre el hombro,
“¡La Grande!” pregonaba a fuerza de pulmón.

Aumentaba la clientela,
se vendían las decenas sin cesar,
daba gusto aquel negocio,
cuya suerte residía en la giba del muchacho nada más.
Menudearon las propinas y el paciente jorobeta
se prestaba dócilmente y sin doblez
a que algún supersticioso le pasara por el lomo
aquel número elegido por la humana estupidez.

Los años transcurrieron, sin otras novedades; el dueño envejeció
con la sua signora, la bolsa bien repleta,
la proa verso a Nápoles un barco los llevó.
Las cosas del destino. El pobre jorobeta,
ante el asombro unánime y el lógico estupor
después de ahorrar juicioso moneda tras moneda,
al frente del negocio de dueño apareció.

La clientela interminable con sus sueños desfilaba sin cesar,
el muchacho ya era un hombre, un señor muy respetable,
como aquellos que se han hecho un capital.
La fortuna perseguía como sombra al jorobeta,
como esclavo ya jamás la abandonó.
Y el giboso se reía, se reía a carcajadas
al quitarse por las noches la joroba de algodón.


Επιμέλεια – Μετάφραση
Bernard Oliver
https://www.facebook.com/Tangoingreek/